-
1 взаимовыгодный
взаимовыгодный αμοιβαία επικερδής, αμοιβαία επωφε λής \взаимовыгодныйое сотрудничество η αμοιβαία επωφελής συνεργασία* * *αμοιβαία επικερδής, αμοιβαία επωφελήςвзаимовы́годное сотру́дничество — η αμοιβαία επωφελής συνεργασία
1 взаимовыгодный
взаимовы́годное сотру́дничество — η αμοιβαία επωφελής συνεργασία